- ἔγγαιος
- ἐγγαιος, α, ον, more commonly [full] ἔγγειος, ον, ([etym.] γαῖα, γῆ)A in or of the land, native,
ἥβα A.Pers.922
(anap.);τις . . οἰωνοπόλων ἔγγαιος Id.Supp.59
(lyr.).2 within the land, opp. ὑπερόριος, X.Smp.4.31.II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 (ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R.491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti.90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.